- σουμεριακός
- -ή, -ό, Νβλ. σουμερικός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Ιράκ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ιράκ Έκταση: 437.072 τ. χλμ. Πληθυσμός: 24.001.816 (2002) Πρωτεύουσα: Βαγδάτη (4.478.000 κάτ. το 1995)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με τη Συρία και την… … Dictionary of Greek
σουμερικός — και σουμεριακός, ή, ό, Ν [Σουμερία / Σουμέριοι] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Σουμερίους ή στη Σουμερία («Σουμερικός Κατάλογος τών Βασιλέων») 2. το θηλ. ως ουσ. η Σουμερική και Σουμεριακή η αρχαιότερη γραπτή γλώσσα, με γεωγραφική… … Dictionary of Greek